Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθηκόντως — (Α) επίρρ. αρμοδίως, καταλλήλως, όπως πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καθ ήκων τού ρ. καθ ήκω] … Dictionary of Greek